Τρίτη 21 Μαΐου 2013




Η πρώτη πρόταση είναι δύσκολη. Την πρώτη πρόταση δε μπορώ ποτέ να την αποφασίσω επειδή δημιουργεί την προδιάθεση. Και αυτή δύσκολα αλλάζει. Μερικές φορές είναι τόσο έντονη ώστε κανείς δε διαβάζει παρακάτω. Όχι από απέχθεια ή αντίρρηση -εκεί ενεργοποιείται καμιά φορά η περιέργεια- αλλά μάλλον από έλλειψη κινήτρου. Άσχετα αν το υπόλοιπο κείμενο μπορεί να αποδειχθεί απροσδόκητα διαφορετικό. Περίπου όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους και τις πρώτες εντυπώσεις. Αν δε διατίθεται κανείς να κάνει λίγη υπομονή, αν δε δίνει στο χρόνο το χρόνο του -και αν δεν έχει κάτι από εξερευνητική περιέργεια- σπάνια του αποκαλύπτεται το οτιδήποτε. Κυρίως όταν συναντά κείμενα ή ανθρώπους που έχουν κάπως παράδοξη ροή.

Παρένθεση, η πολλή σκέψη εγκυμονεί κινδύνους, όπως και κάθε εργασία που γίνεται κατά κόρον. Γιατί η σκέψη είναι εργασία. Αλλιώς γιατί να λέει κανείς όταν αναλογίζεται κάτι, όταν το τριγυρνά στο μυαλό του, «το περιεργάζομαι»; Η ελληνική γλώσσα, πέρα από το ότι είναι μεγαλειώδης, δε χρειάζεται επεξηγήσεις. Αρκεί λίγη μόνο προσοχή. Κλείνει η παρένθεση.

Πριν λίγες μέρες, σε μια μαζοχιστική διάθεση να αντλήσω ευδαιμονία από το μισανθρωπισμό του, μάλλον κάνοντας ομοιοπαθητική χωρίς γιατρό, τράβηξα από τη βιβλιοθήκη ένα αγαπημένο μου. Στην "επέκταση του πεδίου της πάλης", παρθενικό έργο του Μισέλ Ουελμπέκ, οι ήρωες έχουν μονίμως ναυτία. Ξερνάνε συνέχεια όπου βρουν. Δεν υπάρχει χώρος για ευαίσθητα στομάχια. Δεν υπάρχει πιο άμεσος τρόπος να παραλληλίσεις όσα θες να εννοήσεις με το να βάλεις έναν ήρωα να ζαλίζεται, είναι ευφυές και ταυτόχρονα απλό. Ο ίδιος μισεί τον κόσμο -όπως είναι. "Η διάρθρωση του κόσμου μου προκαλεί οδύνη, δεν μου ταιριάζει και δεν μου φαίνεται πιθανό να αλλάξει."

Η δήλωση είναι ξεκάθαρη και γίνεται μια φορά. Μετά διαλέγει κανείς τα εργαλεία. Για να υπάρξουν απέναντι στο περιβάλλον που τους πρόδωσε, οι πολύ ανθρώπινοι διαλέγουν συνήθως τα πιο αστεία, τα πιο ατελέσφορα όπλα. Υπάρχουν πολλά. Κυνισμός, ειρωνεία, αντιδραστικότητα, αδιαφορία. Προσεγγίσεις που δεν είναι στην ουσία τους πολύ διαφορετικές από όλες τις υπόλοιπες, μόνο συνήθως λίγο πιο γλυκές και στο βάθος τους άκακες.

«Μιλώντας γενικότερα, δεν υπάρχει τίποτα να βγάλεις από τις γυναίκες που ψυχαναλύονται. Η γυναίκα που πέφτει στα χέρια των ψυχαναλυτών γίνεται αναπόδραστα ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση. Υπό το πρόσχημα της αναδόμησης του εγώ, οι ψυχαναλυτές προβαίνουν στην πραγματικότητα σε μια σκανδαλώδη καταστροφή της ανθρώπινης ύπαρξης. Αθωότητα, γενναιοδωρία, αγνότητα…Όλα αυτά αλέθονται ταχύτατα μες στα χοντροκομμένα χέρια τους. Οι ψυχαναλυτές, που αμείβονται πλουσιοπάροχα, είναι υπερφίαλοι και ανόητοι και εκμηδενίζουν αμετάκλητα στους υποτιθέμενους ασθενείς τους κάθε ικανότητα για αγάπη, τόσο πνευματική όσο και σωματική. Συμπεριφέρονται εν ολίγοις σαν αληθινοί εχθροί της ανθρωπότητας. Αδυσώπητη σχολή του εγωισμού, η ψυχανάλυση επιτίθεται με τον μεγαλύτερο κυνισμό σε μια χαρά κορίτσια που τα χουν λιγάκι χαμένα, για να τα μεταμορφώσει σε ελεεινές ασημαντότητες που παραληρούν εγωκεντρικά, και δεν καταφέρνουν πια παρά να προκαλούν μια καθ’ όλα δικαιολογημένη απέχθεια. Δεν πρέπει να έχετε καμία εμπιστοσύνη σε γυναίκα που έχει περάσει από τα χέρια ψυχαναλυτών. Μικροπρέπεια, εγωισμός, υπεροπτική ηλιθιότητα, παντελής απουσία ηθικής αντίληψης, χρόνια ανικανότητα να αγαπήσει: αυτό είναι το ολοκληρωμένο προφίλ μιας ‘αναλυμένης’ γυναίκας.» Αυτό το απόσπασμα δεν είναι από αυτά που θυμάμαι έντονα, για να είμαι ειλικρινής, αλλά πολύ σωστό το βρήκα τώρα που το ξαναπέτυχα. Κατηγορήθηκε για μισογυνισμό, αναμενόμενο. Ο διαχωρισμός του κόσμου σε αρσενικές και θηλυκές δυνάμεις είναι όντως κάτι που μπορεί να μη το δέχεσαι. Αλλά πάρτε από το παραπάνω κείμενο τη λέξη γυναίκα, και αντικαταστήστε την με τη λέξη πλάσμα. Το ίδιο δεν είναι; Τελοσπάντων δεν ήθελα να μιλήσω πολύ για τον Ουελμπέκ, ούτως η άλλως δε φτάνουν λίγες σειρές και δε ξέρω και πως να τα γράψω για να μη τον αδικήσω. Όποιος έχει διαβάσει καταλαβαίνει. Σαν αφορμή ήθελα να τον αναφέρω. Ωραίες είναι οι αφορμές. 

Ο μισάνθρωπος. Πρώην φιλάνθρωπος και πολύ ανυπολόγιστα δοτικός. Αυτό που προβληματίζει είναι η διάρκεια και η αντοχή . Για μια κρίση μισανθρωπισμού, όταν έρχεται, δεν υπάρχει τρόπος ανώδυνης "διαχείρησης". Δηλαδή υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης -αναγκαστικά ούτως ή άλλως- αλλά στο τέλος συμβαίνει πάντα αυτό που συμβαίνει με οτιδήποτε έχει πολεμική φύση - απώλειες. Μπορείς πράγματι να την απολαύσεις, όπως απολαμβάνουν συνήθως οι πολύ συναισθηματικοί άνθρωποι, ή και άλλοι όχι τόσο συναισθηματικοί, σε φάσεις, τον ίδιο τους το θυμό ή την ίδια τους την επιθυμία, την οργή ή τη στενοχώρια τους, ό,τι υπάρχει που μπορεί να γίνεται αισθητό. Είναι μια δυνατότητα, και είναι και πολύ δελεαστική. Αλλά με τι σθένος πρέπει μετά να βγεις σώος, αβλαβής, που λέμε, όπως από μια πόρτα που ξέρεις ότι θα κλείσεις πίσω σου.. Λες και δεν έγινε τίποτα το σπουδαίο. Η συνήθεια είναι άσχημη δεύτερη φύση και ο πρώην ευγενής κινδυνεύει να κόβει κατά συρροή τα δεσμά του με το περιβάλλον. Άπαξ και γίνει η αρχή, μετά είναι μόνο ζήτημα χρόνου. Και τότε το πρόβλημα γίνεται πραγματικό. Όταν σιγά σιγά φαγώνεται μέσα στον κάθε παθόντα, κρίση μετά την κρίση, η αγάπη, και δε θέλει πια να την προσφέρει πουθενά. (αλλά η αγάπη δεν είναι κάτι που φαγώνεται, οπότε βασικά μένει φυλακισμένη μέσα του και του τρώει τα σωθικά)
"Μην ανησυχείς", θα ακουστεί τώρα η φωνή που παρήγγειλα από το διάστημα και θα μπορέσω να κοιμηθώ ήσυχα,
ακούγοντας, φυσικά,
αυτό 

Τρίτη 17 Ιουλίου 2012



                                                                      κι εδώ

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012



Μπορεί κανείς πράγματι να διακρίνει παντού -εάν κοιτάξει καλά- μια σωρεία από διαθέσεις, οι οποίες δε βρίσκουν ποτέ τον τρόπο να γίνουν κάτι. Να γίνουν πράξεις, συμπεριφορές, ενέργειες. Παραμένουν διαθέσεις, στα χέρια είτε μη επίδοξων, είτε ικανών, αλλά ικανών που δε βρίσκουν αποδέκτες. Αυτό κι αν είναι κρίμα. Είναι περίπου σαν αυτές τις εικόνες που από μόνες τους δεν έχουν τη δυνατότητα να μετουσιωθούν σε κάτι, παρόλο που ενυπάρχει μια καλλιτεχνικότητα μέσα τους. Όπως οι σταθμοί των λεωφορείων ή των τρένων, τα ξεχασμένα καφέ στη μέση μεγάλων αυτοκινητόδρομων, τα ερειπωμένα σπίτια. Που δεν έχουν αμιγώς κάτι το λογοτεχνικό, για παράδειγμα, κι όμως υπάρχει σε αυτά μια προδιάθεση, επειδή ακριβώς θα μπορούσαν εκεί να συμβούν πράγματα άξια να εξιστορηθούν, εάν κάποιος αναλάμβανε να το κάνει. Είτε δημιουργώντας τα από το μηδέν, είτε αναμοχλεύοντάς τα.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

επιδιορθωτικά



Οι παράλληλες ζωές των πραγμάτων που χαλάνε εκτυλίσσονται σε κάποιο κρυφό μέρος δίπλα μας. Είναι κομμένα ακουστικά, σκισμένα παπούτσια, σπασμένα βάζα, ξεφτισμένα ρούχα. Υπάρχουν, γιατί εκεί βρίσκονται οι προσωρινές λύσεις που εμείς δε σκεφτήκαμε και με τις οποίες παρατείνεται η ζωή τους για λίγο ακόμα.

Κάποια στιγμή κάποιος που ξέρω θα μου φανερώσει τη συλλογή του από όλους τους ανθρώπους που έχει γνωρίσει. Θα την έχει δουλέψει πολύ καιρό και το αποτέλεσμα θα είναι αφοπλιστικό. Θα έχει φτιάξει ένα τεράστιο βιβλίο με φωτογραφίες, ονόματα και μια μικρή λεζάντα από κάτω. Για παράδειγμα:

(Φωτογραφία)

(Όνομα)

Λεβάντα, κενό στα δόντια, μεγάλα βήματα.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

collage 5





Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

σε λίγο, όχι σε πολύ λίγο



Το να διαφωνείς είναι πράγματι ένας τρόπος να περάσεις την ώρα. Αντιπαραβάλλεσαι σε κάτι και επιχειρηματολογείς επ' αυτού. Αν μη τι άλλο, έχεις πράγματα να πεις. Όμως μπορεί και να εξυπηρετεί αυτή ακριβώς την ενστικτώδη ανάγκη να γεμίσεις το κενό διάστημα. Στο τέλος βρίσκεσαι πάλι αντίθετος, χωρίς αυτό να μπορεί κάπως να διορθωθεί. Αυτή η λογική νομίζω πως ευσταθεί. Αλλά έχει το μειονέκτημα ότι υιοθετώντας την, αδυνατείς να διατηρήσεις μια συζήτηση. Ακόμα και αν σου αρέσουν πολύ οι συζητήσεις.

Οι σύντομες συναναστροφές μου θυμίζουν αυτά τα μεγάλα γεύματα, όπου από το πουθενά μαζεύονται πολλά άτομα και ξαφνικά υπάρχουν μαζί. Ετοιμάζουν το τραπέζι, αναλαμβάνουν από κάτι ο καθένας, μετά τρώνε, πίνουν, ξανατρώνε, ξεκουράζονται, φτιάχνουν καφέ, ανταλλάσσουν πράγματα (πνευματικά ή μη), και έπειτα αναγκαστικά ο καθένας πάει σπίτι του. Θα έπρεπε σε τέτοιες συνάξεις να υπήρχαν στρώματα για όλους, ώστε να ξυπνάνε την επόμενη μέρα μαζί.