Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011
σε λίγο, όχι σε πολύ λίγο
Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011
και ο τζειμς μποντ μεθάει
Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011
Μετά το πέρας του πειράματός μου και αφού είχα πλέον αντιληφθεί την πλήρη αχρηστία του λόγου, μιλούσα με τον καθένα για αυτά που ήθελε να ακούσει. Αφού ούτως η άλλως όλοι θα μιλήσουν για αυτά που θέλουν. Εκτός αν δεν είναι πολύ σίγουροι για το τι θέλουν ή έχουν από πριν αντιληφθεί τη δυσκολία της κοινωνικής συναναστροφής, οπότε ή το αφήνουν στην τύχη, η προετοιμάζουν τα κρίσιμα πεδία κουβέντας για να μη χρειαστεί να πιαστούν εξαπίνης. Φέρνουν, κατά κάποιο τρόπο, μαζί τους, το «μενού της συζήτησης».
Τώρα που το σκέφτομαι αυτό είναι και το καλό με το ίντερνετ. Ότι σε καθοδηγεί λέω. Πληκτρολογείς κάτι-όχι όπως θα πρεπε- και αυτό επειδή καταλαβαίνει τι ήθελες να πεις σε ρωτάει: μήπως εννοούσες αυτό; Κι εσύ, χαρούμενος, μπορείς να βρεις αυτό που έψαχνες, χωρίς να ξέρεις από πριν τι ακριβώς ήταν αυτό. Εκτός αν έψαχνες κάτι συγκεκριμένο, αλλά αυτό δεν υπήρχε, οπότε η επόμενη εναλλακτική ήταν κάτι παρόμοιο, ελαφρώς τροποποιημένο. Όλα κι όλα, πρέπει να υπάρχουν επιλογές.
Φαίνεται πως αν διαλέξεις τι ρόλο πρέπει να παίζεις, όλα ρέουν πιο ομαλά.
Να είσαι ένα αόρατο σώμα ή ένα ασώματο όραμα;
Σε ποια πράγματα διατίθεσαι να κάνεις εκπτώσεις, και πόσο μπορείς να αντέξεις λειτουργώντας έτσι μέχρι να μη μπορείς πια να σταθείς και να φαλιρίσεις εντελώς;
Και μια τελευταία απορία που την είχα πάντα: Οι πρωταγωνιστές του Jarmush είναι και στην πραγματικότητα τόσο μανιώδεις καπνιστές, ή παθαίνουν φαρυγγίτιδα μετά τα γυρίσματα;
Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011
Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011
επιτελους
Τέλος τρίτης μέρας: 7 τηλεφωνήματα, εκ των οποίων το ένα σημαντικό. 3 σμς. Και ένα μαζοχιστικό συναίσθημα αυταπάρνησης.
Όταν δε μιλάς πουθενά, αναγκαστικά κάποια στιγμή, για να σιγουρευτείς ότι λειτουργείς, μιλάς σε σένα. Και στο σπίτι σου. Στους τοίχους, στα πλακάκια, στον καθρέφτη. Μουρμουράς. Παραληρείς. Πάντως με άλλους όχι. Τεχνικα δε παραβίασα κανέναν κανόνα. Αυτό για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Πέρασαν οι τρείς μέρες και συνήθισα όμως. Έβγαινα από το σπίτι, δε μιλούσα. Ένιωθα λες και κάποιος μου είχε δώσει το δώρο της αλαλίας, που δεν ήξερα ότι υπήρχε και ότι ήταν τόσο λυτρωτικό. Υπήρχα ήρεμα, βουβά. Γυρνούσα στο σπίτι και κάτι ψέλλιζα αν ένιωθα την ανάγκη. Αλλά μόνο αν το ήθελα. Πρέπει να το ομολογήσω, ήταν οι 2 πιο παράξενες και ευχάριστες εβδομάδες. Είχα σταματήσει το ρολόι. Είχα αρνηθεί τη συναναστροφή. Είχα αποκτήσει αντισώματα.
Και ήταν καιρός να τα χρησιμοποιήσω.