Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

επιτελους




Τα λόγια/ αδυνατούν/ λες και σηκώνεται ένα αόρατο πλάσμα τοίχου/ χτυπάνε και πάνε πάλι πίσω. Σιγά τα αυγά θα μου πεις ξεκόλλα βάλε λίγο νερό στο κρασί σου. Βάζω λίγο στο ουίσκι μου, τρώω και μια ελιά και τελειώσαμε. Μέχρι να φτάσω σπίτι από το μπαρ δε μιλάω σε κανέναν. Και να ήθελα δηλαδή, δε τυχαίνει, οπότε με βοηθάει και στο πείραμα. Το σκέφτηκα στο δρόμο. Δε θα μιλήσω. Σκέφτομαι πόσες μέρες να βάλω. Λέω 6, μετά μου φαίνονται πολλές, λοιπόν θα βάλω 3 μέρες. Θα αντέξω. Δε θα μιλήσω.

Τέλος τρίτης μέρας: 7 τηλεφωνήματα, εκ των οποίων το ένα σημαντικό. 3 σμς. Και ένα μαζοχιστικό συναίσθημα αυταπάρνησης.

Όταν δε μιλάς πουθενά, αναγκαστικά κάποια στιγμή, για να σιγουρευτείς ότι λειτουργείς, μιλάς σε σένα. Και στο σπίτι σου. Στους τοίχους, στα πλακάκια, στον καθρέφτη. Μουρμουράς. Παραληρείς. Πάντως με άλλους όχι. Τεχνικα δε παραβίασα κανέναν κανόνα. Αυτό για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Πέρασαν οι τρείς μέρες και συνήθισα όμως. Έβγαινα από το σπίτι, δε μιλούσα. Ένιωθα λες και κάποιος μου είχε δώσει το δώρο της αλαλίας, που δεν ήξερα ότι υπήρχε και ότι ήταν τόσο λυτρωτικό. Υπήρχα ήρεμα, βουβά. Γυρνούσα στο σπίτι και κάτι ψέλλιζα αν ένιωθα την ανάγκη. Αλλά μόνο αν το ήθελα. Πρέπει να το ομολογήσω, ήταν οι 2 πιο παράξενες και ευχάριστες εβδομάδες. Είχα σταματήσει το ρολόι. Είχα αρνηθεί τη συναναστροφή. Είχα αποκτήσει αντισώματα.

Και ήταν καιρός να τα χρησιμοποιήσω.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Θελω και εγω αντισωματα.Γινεται?