Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

σε λίγο, όχι σε πολύ λίγο



Το να διαφωνείς είναι πράγματι ένας τρόπος να περάσεις την ώρα. Αντιπαραβάλλεσαι σε κάτι και επιχειρηματολογείς επ' αυτού. Αν μη τι άλλο, έχεις πράγματα να πεις. Όμως μπορεί και να εξυπηρετεί αυτή ακριβώς την ενστικτώδη ανάγκη να γεμίσεις το κενό διάστημα. Στο τέλος βρίσκεσαι πάλι αντίθετος, χωρίς αυτό να μπορεί κάπως να διορθωθεί. Αυτή η λογική νομίζω πως ευσταθεί. Αλλά έχει το μειονέκτημα ότι υιοθετώντας την, αδυνατείς να διατηρήσεις μια συζήτηση. Ακόμα και αν σου αρέσουν πολύ οι συζητήσεις.

Οι σύντομες συναναστροφές μου θυμίζουν αυτά τα μεγάλα γεύματα, όπου από το πουθενά μαζεύονται πολλά άτομα και ξαφνικά υπάρχουν μαζί. Ετοιμάζουν το τραπέζι, αναλαμβάνουν από κάτι ο καθένας, μετά τρώνε, πίνουν, ξανατρώνε, ξεκουράζονται, φτιάχνουν καφέ, ανταλλάσσουν πράγματα (πνευματικά ή μη), και έπειτα αναγκαστικά ο καθένας πάει σπίτι του. Θα έπρεπε σε τέτοιες συνάξεις να υπήρχαν στρώματα για όλους, ώστε να ξυπνάνε την επόμενη μέρα μαζί.


Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

και ο τζειμς μποντ μεθάει




Σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, και αν κάτι πρέπει με κάποιο τρόπο να αποδοθεί (με την έννοια ότι αν δεν ειπωθεί τότε χάνεται) υπάρχει και η πιθανότητα να μη βρίσκει τη διέξοδο. Σαν κάποιον που πήρε λάθος στροφή στο λαβύρινθο, λίγο πριν κλείσουν όλες οι έξοδοι και αναγκάζεται έτσι να μείνει εκεί για πάντα. Μια άλλη πιθανή επιπλοκή είναι αυτό το ίδιο που πρέπει να εκφραστεί, να πάρει τη λάθος κατεύθυνση και να ξεδιπλωθεί σε λάθος μέρος. Όπως όταν παίρνεις φιντμπακ απο κάποιον και αυτό που σου εμπνέει πας και το φυσάς σε κάποιον άλλον. Άδικη συναλλαγή.


Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011



Μετά το πέρας του πειράματός μου και αφού είχα πλέον αντιληφθεί την πλήρη αχρηστία του λόγου, μιλούσα με τον καθένα για αυτά που ήθελε να ακούσει. Αφού ούτως η άλλως όλοι θα μιλήσουν για αυτά που θέλουν. Εκτός αν δεν είναι πολύ σίγουροι για το τι θέλουν ή έχουν από πριν αντιληφθεί τη δυσκολία της κοινωνικής συναναστροφής, οπότε ή το αφήνουν στην τύχη, η προετοιμάζουν τα κρίσιμα πεδία κουβέντας για να μη χρειαστεί να πιαστούν εξαπίνης. Φέρνουν, κατά κάποιο τρόπο, μαζί τους, το «μενού της συζήτησης».

Τώρα που το σκέφτομαι αυτό είναι και το καλό με το ίντερνετ. Ότι σε καθοδηγεί λέω. Πληκτρολογείς κάτι-όχι όπως θα πρεπε- και αυτό επειδή καταλαβαίνει τι ήθελες να πεις σε ρωτάει: μήπως εννοούσες αυτό; Κι εσύ, χαρούμενος, μπορείς να βρεις αυτό που έψαχνες, χωρίς να ξέρεις από πριν τι ακριβώς ήταν αυτό. Εκτός αν έψαχνες κάτι συγκεκριμένο, αλλά αυτό δεν υπήρχε, οπότε η επόμενη εναλλακτική ήταν κάτι παρόμοιο, ελαφρώς τροποποιημένο. Όλα κι όλα, πρέπει να υπάρχουν επιλογές.

Φαίνεται πως αν διαλέξεις τι ρόλο πρέπει να παίζεις, όλα ρέουν πιο ομαλά.

Να είσαι ένα αόρατο σώμα ή ένα ασώματο όραμα;

Σε ποια πράγματα διατίθεσαι να κάνεις εκπτώσεις, και πόσο μπορείς να αντέξεις λειτουργώντας έτσι μέχρι να μη μπορείς πια να σταθείς και να φαλιρίσεις εντελώς;

Και μια τελευταία απορία που την είχα πάντα: Οι πρωταγωνιστές του Jarmush είναι και στην πραγματικότητα τόσο μανιώδεις καπνιστές, ή παθαίνουν φαρυγγίτιδα μετά τα γυρίσματα;